γκρίζος

γκρίζος
1) blême
2) gris

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • γκρίζος — α, ο 1. σταχτής («γκρίζα ρούχα ή μαλλιά») 2. το ουδ. εν. ως ουσ. το γκρίζο το γκρι χρώμα 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γκρίζα τα γκρι ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grigio] …   Dictionary of Greek

  • γκρίζος — α, ο (λ. ιταλ.), σταχτής, φαιός: Με ακολούθησε στο δρόμο μια γάτα με γκρίζο τρίχωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • αερίζω — (Α ἀερίζω) (Ν και ἀγερίζω) νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. εκθέτω κάτι στον αέρα για αερισμό 2. προκαλώ πνοή αέρα με οποιοδήποτε μέσον κάνοντας κατάλληλες κινήσεις, δροσίζω κάποιον 3. ανανεώνω τον αέρα κλειστού χώρου 4. (απροσ.) αερίζει φυσά ελαφρά,… …   Dictionary of Greek

  • αλφιτόχρως — ἀλφιτόχρως ( ωτος), ο, η (Α) αυτός που έχει το χρώμα κριθαρένιου αλευριού, γκρίζος, ψαρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον ( α) + χρως < χρὼς «χρῶμα»] …   Dictionary of Greek

  • γκρι — 1. το χρώμα τής στάχτης 2. επίθ. φαιός, γκρίζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gris] …   Dictionary of Greek

  • γρίβας — I Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Αγωνίστηκε υπό τις διαταγές του Μακρυγιάννη και διακρίθηκε στις μάχες του Μαραθώνα, του Ωρωπού και της Αθήνας. 2. Δημήτριος. Ιερέας και Φιλικός. Μαζί με τον επίσκοπο Μεθώνης… …   Dictionary of Greek

  • γρίβος — α, ο γκρίζος, ψαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γρίβας] …   Dictionary of Greek

  • εβέα — (hevea). Δικοτυλήδονα δέντρα της οικογένειας των ευφορβιδών με περίπου 20 είδη της τροπικής Αμερικής. Είναι μόνοικα ή δίοικα, με γαλακτώδη χυμό πλούσιο σε καουτσούκ. Το είδος ε. η βραζιλιανή κατάγεται από την τροπική Αμερική και συγκεκριμένα από… …   Dictionary of Greek

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”